ΕΛΕΓΚΤΗΣ, ΕΛΕΓΚΤΗΣ, ΑΛΛΑ ΚΙ Η ΚΑΡΔΙΑ - ΚΑΡΔΙΑ.
(της Νίκης Βίκου)
Πριν από πάρα πολλά χρόνια, όταν η Ελλάδα ήτανε πάλι φτωχή, εξαιτίας όμως ενός πολέμου, μιας κατοχής κι ενός εμφυλίου, ο Τατάκος, πατέρας τεσσάρων παιδιών, με γυναίκα και πεθερά στην ευθύνη του, μετά από την πτώχευση της επιχείρησης του και οικογενειακή περιπλάνηση, προς άγραν του μεροκάματου, στην μισή Ελλάδα, βρήκε επιτέλους μια σίγουρη δουλειά, ως ελεγκτής στο ΚΤΕΛ μια επαρχιακής πόλης.
"Εύκολη δουλειά" του είπανε. "Θα ανεβαίνεις αιφνιδιαστικά στο λεωφορείο και θα ελέγχεις αν όλοι έχουν εισιτήρια. Όποιος δεν έχει θα του ζητάς να βγάλει επιτόπου κι αν αρνήθεί θα τον κατεβάζεις από το αυτοκίνητο. Θα σε αφήνει ο οδηγός σε μιά στάση και θα παίρνεις το επόμενο δρομολόγιο που θα έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση. Θα κάνεις και τις βόλτες σου, θα παίρνεις και τον αέρα σου"
Υπέγραψε το συμβόλαιο, ο μισθός ήταν καλός και με την προκαταβολή αγόρασε σοκολάτες για τα μικρά και μια ορτανσία για την γυναίκα του, που λάτρευε τα λουλούδια. Εκείνο το βράδυ, στο μικρό χαμόσπιτο είχαν ανάσταση.
Στις έξη το πρωί ξεκίνησε για την δουλειά, με γυναίκα και πεθερά να τον ξεπροβοδίζουν σταυρώνοντας τον.
Τις πρώτες μέρες στάθηκε τυχερός. Οι επιβάτες, τύπος και υπογραμμός, όλοι με τα εισιτήρια στα χέρια.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όμως, γύρω στις εννιά, ενώ ανέβηκε με ανακούφιση στο λεωφορείο, δεν ήταν μαθημένος σε τόση ερημιά, έπεσε πάνω στον πρώτο λαθρεπιβάτη της καριέρας του. Λαθρεπιβάτιδα για την ακρίβεια.Μια μαυροντυμένη και μαντηλοφορούσα ηλικιωμένη.
- Το εισιτήριο σας, παρακαλώ.
- Δεν έχω παιδάκι μου.
- Αν δεν προλάβατε να βγάλετε δεν πειράζει! Έχει και ο οδηγός εισιτήρια. Δώστε μου τα χρήματα να σας φέρω ένα.
Τον κυτούσε με μάτια πλημμυρισμένα από δάκρυα, ίδια με ανταριασμένες λίμνες κι έσφιγγε στην αγκαλιά της, λες και φοβότανε μην της το πάρει ένα μπογαλάκι με ρούχα.
- Δεν έχω λεφτά παληκάρι μου.
Ο Τατάκος τα έχασε. Έρριξε μηχανικά μια ματιά από το παράθυρο, μαύρο σκοτάδι και ως το επόμενο χωριό ήθελε ακόμη κανα δεκάλεπτο δρόμο.
- Που πάτε;
- Στο....... , το επόμενο χωριό. Ήμουνα στο νοσοκομείο, μια βδομάδα τώρα.
- Και δεν ήρθε κανείς να σας πάρει;
- Δεν έχω κανέναν, ο άντρας μου σκοτώθηκε στον πόλεμο πριν προλάβουμε να κάνουμε παιδιά.
- Είστε τουλάχιστον καλά τώρα;
- Ναι, δόξα τω Θεώ.
Ο οδηγός κάτι ψυλλιάστηκε, που τον είδε να καθυστερεί τόση ώρα και τον ρώτησε:
- Όλα εντάξει συνάδελφε;
- Ναι, τα λέμε εδώ με την γιαγιά, μοιάζει πολύ της μάνας μου κι έχω χρόνια να πάω στο νησί.
Η γριά χωριάτισα, άφησε επιτέλους το μπογαλάκι και του έπιασε σφιχτά το χέρι, σε ένα βουβό, τεράστιο ευχαριστώ. Συνέχισαν να συζητούν μέχρι τη στάση της, την καληνύχτισε και την βοήθησε να κατέβει με τα τρεμάμενα πόδια της τα σκαλιά.
Δεν ήταν όμως πάντα το ίδιο τυχερός, έτσι όλο και πιο συχνά υποχρεωνόταν να βγάζει ο ίδιος το εισιτήριο, πότε ενός ορφανού, πότε ενός γέροντα, πότε μιας χήρας. Με την ίδια πάντα δικαιολογία:
"Ξέρετε για την περίπτωσή σας το ΚΤΕΛ διαθέτει δωρεάν εισιτήρια."
Οι λαθρεπιβάτες από ανάγκη έκαναν πως τον πιστεύουν, οι οδηγοί σχολίαζαν μεταξύ τους τι μυστήριο τραίνο είναι ο καινούριος και ο Τατάκος πήγαινε σπίτι όλο και με πιο μειωμένο τον μισθό.
- Τι θα γίνει αγάπη μου; Πάλι λιγότερα σου δώσανε κι αυτόν τον μήνα;
- Είναι επειδή μαθαίνω τη δουλειά ακόμα.
- Σε ποιον τα πουλάς αυτά γαμπρέ! Πες ότι λυπάσαι τους ανθρώπους και τους πληρώνεις εσύ τα εισιτήρια. Και καλά κάνεις, δηλαδή.
Η πεθερά του, μια πανέξυπνη Σαμιώτισα, δεν υπήρχε περίπτωση να μην συμφωνήσει μαζί του.
Μπορεί να έφερνε συνέχεια λιγότερα χρήματα στο σπίτι, γύριζε όμως πάντα με τα χέρια γεμάτα, πότε με ένα καρπούζι, πότε με ένα ζεμπίλι μήλα, πότε με ένα σακί πατάτες. Η φήμη του έκανε τον γύρο των μικρών κοινωνιών των χωριών κι οι αγρότες, με κάθε τρόπο και παρά τις δικές του αρνήσεις, φρόντιζαν να του ξεπληρώνουν το καλό που τους έκανε με τον τρόπο τους. Πάμφτωχοι μεν, με αξιοπρέπεια όμως και σίγουρα όχι αγνώμονες.
Αυτή η κατάσταση κράτησε αρκετά χρόνια, ώσπου τον μετέθεσαν στο σταθμαρχείο, χωρίς ν΄αλλάξει και σε αυτό το πόστο η στάση του, οπως άλλωστε και σε όλη την 77χρονη ζωή του
Δεκαετίες μετά, στον θάνατό του, τα παιδιά και τα εγγόνια του με έκπληξη έβλεπαν το πλήθος που ήρθε να τον αποχαιρετίσει για στερνή φορά κι άκουγαν αγνώστους κάθε ηλικίας να λένε με δάκρυα στα μάτια.
"Δεν ξέρετε πόσα χρωστάω εγώ,, στον πατέρα σας, στον παππού σας! Άγιος άνθρωπος..."
(picture credits: http://www.beaccessible.org.nz/__data/assets/image/0018/8325/kindness1.jpg )