Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Αυτά τα χέρια..


Τα χέρια σου..


Όταν τα χέρια σου απλώνονται
προς τα δικά μου, αγάπη,
τι μου φέρνουν στο πέταγμά τους;
Γιατί σταμάτησαν στα χείλη μου
τόσο ξαφνικά;
Γιατί τ αναγνωρίζω
σαν κι άλλη φορά, παλιά,
να τα χω αγγίξει
σαν πριν καν να υπάρξω
να χουν σεργιανίσει
το μέτωπο, 
τη μέση μου;

Η απαλότητά τους ήρθε
φτερουγίζοντας
μές απ το χρόνο
πάνω απο θάλασσες και καπνούς
πάνω απ την Άνοιξη
κι όταν ακούμπησες τα χέρια σου
στο στήθος μου
τα γνώριζα ήδη τούτα τα φτερά 
των χρυσών περιστεριών
κι εκείνον τον πηλό
το χρώμα του σπόρου.

Τα χρόνια της ζωής μου
ήταν δρόμοι αναζήτησης
σκαρφάλωνα ατέλειωτα σκαλιά
διέσχιζα υφάλους.
Ορμούσα μπρος μαζί με τραίνα
με τα νερά επέστρεφα.
Πάνω σε ρόγες σταφυλιών
νόμιζα πως σ αγγίζω.
Σα σ’ ένα ξύλινο ξάφνιασμα
σε συναντούσα για λίγο
κι η μυγδαλιά έπαιρνε για λίγο το σχήμα
της κρυμμένης σου απαλότητας ώσπου..
..ώσπου τα δυο σου χέρια
έκλεισαν πάνω στο στήθος μου
σαν ένα ζευγάρι φτερά
που μόλις έφτασαν
στο τέρμα 
της πτήσης τους.

(Pablo Neruda - μετάφραση: Λιλάκι)