Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Θα πλέξω μενεξέδες..


..Η ακριβή ψυχή της στα ματόκλαδα κρεμάστηκε, σαγηνεμένη από τα φλογερά του λόγια .

Μίλησε μες από το βλέμμα της πριν απ΄ τα χείλη τρέξει και γίνει ήχος μελωδικός.

Τα πάντα περιέκλεισε μέσα σε λίγες λέξεις:

<<Ω Σατιάβαν, σε άκουσα και τώρα πια το ξέρω πως είσαι εσύ,

εσύ μονάχα είσαι εκείνος>>

κι απ΄ το ψηλό της αμαξάκι κατέβηκε,

με απαλή, κάπως αβέβαιη βιασύνη.

Το σάρι της πολύχρωμο στραφτάλιζε στον ήλιο΄

για μια στιγμή κυμάτισε πάνω απ΄ τα χόρτα που τ΄ ανάδευε ο αέρας,

με μια αχτίδα μπλέχτηκε από το φέγγος του κορμιού της

και φάνταξε σα φτέρωμα, εξαίσιο, πουλιού που απαγκιάζει.

Τα λαμπερά της πόδια διέσχισαν το χρυσοπράσινο λιβάδι

σπέρνοντας ένα γύρω μνήμες από αστραπές.

Στο πέρασμά της άγγιζε ανάλαφρα το χώμα

κι αφύπνιζε της γης τις πιο κρυφές ηδονικές επιθυμίες.

Στου ξέφωτου τα ηλιόλουστα κλαδιά απίθωσε τα χέρια της

- χλωμές , στιλπνές πεταλούδες -

και χώρισε μιαν αγκαλιά βαρύτιμους θησαυρούς, ολάνθιστους,

συντρόφους μες στης αύρας και της άνοιξης τη ζάλη.

Με τα γοργά της δάχτυλα έπλεξε στεφάνι ΄ απέριττο, σεμνό, ύμνο αγάπης.

Λουλουδένιο τραγούδι σε χρώματα κι αρώματα πνιγμένο.

Του έφερε λουλούδια που συμβόλιζαν την προσφερόμενη ζωή της κι έπειτα,

τείνοντας τα χέρια που τρέμαν, τώρα, ελαφρά

μπρος στο πλησίασμα που τόσο η ψυχή της επιθυμούσε,

τ΄ ολόγλυκο δέσιμο, της τέλειας ένωσής τους το σημάδι,

έγειρε πάνω στην καρδιά που ο έρωτάς της λαχταρούσε,

σα να χαμήλωνε στη θέα ενός φιλεύσπλαχνου θεού,

που έξω απ΄ την αχλύ του μεγαλείου του απλόχερα τη λάμψη του σκορπίζει,

για να γεμίσει μ΄ ομορφιά τις ώρες του πιστού του.

Γονάτισε στα πόδια του μπροστά και τ΄ άγγιξε με χέρια λατρευτικά.

Του αφιέρωσε τη ζωή της΄ να γίνει κόσμος του για να πατά.

Το σώμα της΄ να το ΄χει για ναό της ηδονής του.

Την καρδιά της που ξέφρενα χτυπούσε΄ ενθύμιο στιγμών ευδαιμονίας.

Έσκυψε πάνω της και στα μπράτσα του την τύλιξε.

Η λαχτάρα τους ενώθηκε κι αξεχώριστη έμεινε, σα δυό σφιχταγκαλιασμένες ελπίδες.

Και ξάφνου τους αποκαλύφθηκε ένας ολάκερος θαυμαστός κόσμος.

Σφιχτά κρατώντας όσα είχε ήδη υπάρξει, συνάντησε τον εαυτό του

και πια η χαρά του έπινε από αστείρευτη πηγή.

Το κάθε κομματάκι της Σαβίτρι περιμάζεψε κι ερμητικά την έκλεισε στην αγκαλιά του.

Σημάδι οικειότητας απαραβίαστης, στα μακριά ολόδικά τους χρόνια πού 'μελλε να ρθούν.

Μια πρώτη γλυκιά γεύση της επερχόμενης απόλαυσης.

Μια ένταση αστραπιαία που προοιωνίζει ολόκληρη ζωή.

Εκείνη την ολάνοιχτη στιγμή που ανταμώνουν δυό ψυχές,

η Σαβίτρι ένοιωσε το είναι της να ρέει μέσα του σα σε κύματα.

Ο ποταμός χύνεται στη μεγάλη θάλασσα,

έτσι κι η ψυχή  μετουσιώνεται λίγο λίγο σε Θείο πνεύμα

και μέσα Του ζει για πάντα, τρυγώντας από τη χαρά Του.

Οι αισθήσεις της πάλλονταν στο ρυθμό του

κι η ατομική της ύπαρξη βούλιαξε μέσα του.

Σαν άστρινος παράδεισος που ζώνει την ευτυχισμένη γή,

μέσα του τη φυλάκισε σε κύκλο μακαριότητας

και μέσα καί στους δυό τους έκλεισε τον κόσμο.

Μέσα σ΄ απέραντη απομόνωση ενώθηκαν.

Την ένιωσε να τον τυλίγει

και της επέτρεψε να διεισδύσει στα μύχια της ψυχής του΄

σαν πλάση που δέχεται ως τα βάθη την παγκόσμια πνοή,

σαν το θνητό που ξυπνά μέσα στην Αιωνιότητα

και σαν το πεπερασμένο που ανοίγεται στο Άπειρο.

Έτσι χάθηκαν ο ένας μέσα στον άλλο για λίγο.

Τώρα ο καθένας τους ήταν κομμάτι μιας δεύτερης μοναδικότητας

κι ο κόσμος ήτανε το σκηνικό όπου είχαν βρει τον εαυτό τους,

με πλαίσιο ευρύτερο ακόμη την αξεχώριστη πια οντότητα που και οι δυό αποτελούσαν.

Στον ψηλό ηλιοφώτιστο θόλο της ημέρας , η μοίρα έπλεξε το δεσμό

με νήματα από την άλω του πρωινού,

κι ενώ βασίλευε μια ώρα-οιωνός,

τελέστηκε ξανά ,στη γη και με τους τρόπους των ανθρώπων,

η Ένωση των αιωνίων Συζύγων,

δεμένη με τους όρκους της καρδιάς, κάτω απ΄ του ήλιου τη γαμήλια πυρά.

Οι Δυό τους ενωμένοι άνοιξαν την πύλη μιας νέας, λαμπρής εποχής

προσθέτοντας τη δική τους σελίδα στο Μεγάλο παραμύθι.

Μέσα στη σιγαλιά και τους ψιθύρους του σμαραγδένιου τούτου κόσμου,

ενώ ο ιερέας-άνεμος έψελνε τ΄ αγιασμένα λόγια

και τα φυλλώματα μουρμουριστά  ισοκρατούσαν,

το δίδυμο του έρωτα είχε ενωθεί κι αποτελούσε πλέον ένα.

Το θαύμα της φύσης είχε γι άλλη μια φορά συντελεστεί.

Μέσα στον ιδανικό, ανάλλαχτο κόσμο,
μιά ανθρώπινη στιγμή είχε αξιωθεί την αθανασία.

Απόσπασμα απο το βιβλίο Satyavan and Savitri του Sri Aurobindo Ghose , 1872-1950,
(μετάφραση: Βασιλική)