Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

Επτά λέξεις..


Φεύγουν οι άνθρωποι.. Με θόρυβο ή σιωπηλά.. Στα συντρίμμια ενός ακριβού αμαξιού ή σε ένα απρόσωπο κρεβάτι νοσοκομείου (καμιά φορά ούτε καν σ αυτό..).
Επτά λέξεις.. ο στίχος, από την νεκρώσιμη ακολουθία.. "Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω το θάνατο." Ίσως κάνουμε τόση φασαρία ακριβώς για να μην εννοήσουμε..
Πήγα πριν λίγα χρόνια σ ένα κοιμητήριο, στον τάφο ενός ανθρώπου της καρδιάς μου. Φροντισμένος ο τάφος, μαρμάρινος, καθαρός, φρέσκα λουλούδια, καντηλάκι αναμμένο.. Με την αγαπημένη του κάναμε τον μικρό κύκλο, πίσω απ το σταυρό είχε σκαλιά, προς ένα μικρό υπόγειο, κατεβήκαμε.
Ένα επί ένα, αριστερά και δεξιά απ τα σκαλιά δυο τσιμεντένιοι τοίχοι. Ακούμπησε τα χέρια η γλυκιά μου, στον έναν τοίχο. Έκλεισε τα μάτια. "Εδώ καλό μου." μου είπε.. Πίσω από κείνο τον τοίχο ήταν ο άνθρωπός της.. Ό,τι απέμεινε.
Νομίζω η αλήθεια δεν είναι στα λουλούδια, στα μάρμαρα, στα λόγια ακόμα. Καλά είναι και τούτα, ό,τι βοηθά τον άνθρωπο να κάνει σιγά σιγά τη μετάβαση προς το αναπότρεπτο, να το δεχτεί κάποτε, είναι καλό.. Μα η αλήθεια νομίζω είναι ένας γυμνός τσιμεντένιος τοίχος. Και το ανείπωτο πίσω απ αυτόν..