Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Μια αληθινή ιστορία..







Μια αληθινή ιστορία.. Απο τη Νίκη Βίκου..


ΑΣΕ ΠΟΥ ΕΓΩ ΜΕ ΡΑΤΣΙΣΤΕΣ ΔΕΝ ΜΙΛΑΩ....
5 Αυγούστου 2013 στις 10:07 μ.μ.
Φέτος δεν έφαγα ούτε μια φορά γεμιστά. Ο γιος μου λόγω διαβήτη αποφεύγει το ρύζι και βαριέμαι να μαγειρέψω μόνον για μένα. Όταν λοιπόν είδα στον πίνακα έξω από ένα καινούριο μαγαζί έτοιμου φαγητού στο κέντρο "γεμιστά ορφανά" 4 ευρώ , αλλά και την σούβλα με τα κοτόπουλα -που τα συχαίνομαι - και μιας και είχα αργήσει με τις δουλειές μου, τόλμησα να κάνω την σπατάλη. Με υποδέχτηκε ένας χαμογελαστός 45ρης με μουστάκι και κοιλίτσα.
- Καλορίζικο το μαγαζί.
- Ευχαριστώ, είναι δυο μήνες που ανοίξαμε. Τι θα θέλατε;
-Μισό κοτόπουλο και μία μερίδα γεμιστά.
-Μισό λεπτό να σας τα ζεστάνω.
Ήμουν μπαϊλντισμένη από τον ήλιο και τις ατέρμονες και ατελέσφορες συζητήσεις στην τράπεζα, οπότε παρήγγειλα ένα αναψυκτικό και άναψα ένα τσιγάρο.(δεν παρανόμησα, υπήρχαν τασάκια στα τραπέζια όπως παντού άλλωστε)
Εκείνη την ώρα κι ενώ είχε κόψει και τυλίξει το κοτόπουλο, κοντοστάθηκε στην είσοδο ένα ζευγάρι μαύρων με ένα κοριτσάκι ανάμεσα τους 5-6 χρονών, σκέτη γλύκα. Η μικρή ζητούσε , στα ελληνικά, κοτόπουλο. Ο πατέρας την τράβηξε από το χέρι λέγοντας της, " όχι τώρα". Το κοριτσάκι όμως του ξέφυγε και μπήκε στο μαγαζί, από πίσω και η μητέρα της.
-Καλημέρα, θα ήθελα μισό κοτόπουλο.
-Δεν έχουμε. (μια παγωμένη μάσκα αντικατέστησε το καλοκάγαθο χαμόγελο στο πρόσωπο του εστιάτορα)
- Και αυτά; έδειξε την σούβλα που στριφογύριζε σκορπώντας την μυρωδιά πρόκληση για την μικρή, αλλά και το άλλο μισό του δικού μου, πάνω στο χαρτί..
- Είναι όλα πουλημένα!
- Έλα παιδί μου, πάμε να φύγουμε, παρενέβη ο πατέρας
Η μικρή κάθησε κάτω κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Η μάνα την σήκωσε και πήγαν να βγούν με κατεβασμένα κεφάλια.
- Μια στιγμή. Πάρτε το δικό μου. Θα φάει ο γιος μου μουσακά που του αρέσει περισσότερο.
Το ζευγάρι κοντοστάθηκε, το κοριτσάκι ξέφυγε από το χέρι της μαμάς της κι ήρθε κοντά μου, προσπαθώντας να φτάσει για να μου δώσει ένα φιλί. Το πήρα στα γόνατα μου.
-Πως σε λένε;
- Τέτα.
Ο φασισταράς στο μεταξύ είχε παγώσει. Το κοτόπουλο ήταν δικό μου. Δεν μπορούσε να μην το δώσει, δεν έκανε όμως την κίνηση. Το πήρα από τον πάγκο και τόδωσα στην μικρή. Ο πατέρας πλήρωσε με ευχαρίστησαν κι έφυγαν.
Σηκώθηκα κι εγώ, του πέταξα το αντίτιμο της πορτοκαλάδας και κατευθύνθηκα προς την έξοδο.
- Που πάτε; Τα γεμιστά σας!
- Να τα φας μόνος σου φασίστα!
- Μωρέ καλά σε κατάλαβα από την αρχή πως είσαι από τους άπλυτους. Δεν νρέπεσαι γυναίκα πράγμα. Δεν πουλάω σε μαύρους, δικαίωμα μου είναι. Να πάνε στις πατρίδες τους. Εμείς πεινάμε κι αυτοί μας κλέβουν τις δουλειές.
-Ρε άει στο διάλο που θα με πεις άπλυτη και πράγμα. Όσο περνά από το χέρι μου δεν θα ξαναπατήσει πελάτης εδώ μέσα, στο υπόσχομαι.
-Κάτσε καλέ κυρία να το συζητήσουμε (είναι και θρασύδειλοι)
Έφυγα, ήμουν τόσο εξαντλημένη από την τράπεζα που δεν είχα κουράγιο για κουβέντες, άσε που εγώ με ρατσιστές δεν μιλάω.
Νίκη Βίκου
 
(η φωτογραφία εδώ: http://31.media.tumblr.com/tumblr_lucf9gIjyb1r4xdbyo1_400.gif )